- κρουσμόν
- κρουσμόςgnashingmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παταγμός — ὁ, Α [πατάσσω] χτύπημα («κρουσμὸν μετώπου καὶ παταγμὸν στήθους», Νείλ.) … Dictionary of Greek